- δυσεύρετον
- δυσεύρετοςhard to find outmasc/fem acc sgδυσεύρετοςhard to find outneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
необрѣтомъ — (1*) пр. С трудом находимый: онъ же въ нѣкоѥмь мѣстѣ необрѣтомѣ ѹтаивъсѧ. (δυσεύρετον) ΚΕ XII, 282б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
неоудобьобрѣтаѥмъ — (2*) пр. Труднодоступный: сего же навата пребывающа въ бѹести възвышени˫а. ѿсѣкоша ѿ цр҃кве. онъ же на нѣкоемь мѣстѣ неѹдобьобрѣтаемѣ ѹтаивъсѧ. три ѥп(с)пы старци привлекъ (δυσεύρετον) КР 1284, 387в; || труднодостижимый: аще неѹдобьѡбрѣтаѥмо ѥсть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δυσεύρετος — η, ο (AM δυσεύρετος, ον) αυτός τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς, σπάνιος («δυσεύρετα τρόφιμα») αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή διακρίνεται («δυσεύρετον γένος») 2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα βρίσκει κανείς δίοδο … Dictionary of Greek
επαναδιπλάζω — ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM) ξαναρωτώ («τῶν δ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω)] … Dictionary of Greek